έμφυτος

έμφυτος
-η, -ο (AM ἐμφυτος, -ον)
εγγενής, σύμφυτος, φυσικός («ἔμφυτον μαντικήν εἶχε», Ηροδ.)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο έμφυτος
γένος υμενόπτερων εντόμων τής οικογένειας τών τευθρηνιδών
αρχ.
1. αυτός που υπάρχει από τον θεό
2. κατάφυτος.
επίρρ...
εμφύτως
με τρόπο έμφυτο, από τη φύση, φυσικά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἔμφυτος — inborn masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έμφυτος — η, ο επίρρ. α μτφ., που σαν να είναι φυτεμένος, που δεν αποχτιέται με την πείρα ή τη διδασκαλία, φυσικός: Έμφυτη καλοσύνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐμφύτως — ἔμφυτος inborn adverbial ἔμφυτος inborn masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔμφυτον — ἔμφυτος inborn masc/fem acc sg ἔμφυτος inborn neut nom/voc/acc sg ἔμφῡτον , ἐμφύω implant aor imperat act 2nd dual ἔμφῡτον , ἐμφύω implant aor ind act 2nd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμφύτοις — ἔμφυτος inborn masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμφύτου — ἔμφυτος inborn masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμφύτους — ἔμφυτος inborn masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμφύτων — ἔμφυτος inborn masc/fem/neut gen pl ἐμφύ̱των , ἐμφύω implant aor imperat act 3rd dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμφύτῳ — ἔμφυτος inborn masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔμφυτα — ἔμφυτος inborn neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”